Η Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης προτείνει

«Απορρίψαμε την Κάια επειδή ήταν παράξενη και μακρινή ή έγινε παράξενη και μακρινή επειδή την απορρίψαμε» Μια φράση κλειδί στο μυθιστόρημα της Delia Owens (Ντέλια Όουενς) «Εκεί που τραγουδούν οι καραβίδες», που χαρακτηρίζει την πορεία ζωής της ηρωίδας του.

Η Delia Owens, αμερικανίδα ζωολόγος και συγγραφέας, έγραψε το πρώτο της μυθιστόρημα, που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δώμα στην Ελλάδα, στον καιρό της καραντίνας και υπήρξε ευπώλητο (παγκόσμιο bestseller) για περισσότερες από 124 εβδομάδες. Το συνοδεύουν οι ύμνοι της κριτικής’ χαρακτηρίστηκε “επώδυνα πανέμορφο”, “μια ιστορία ενηλικίωσης που σου κόβει την ανάσα” (NewYorkTimes), αλλά υπήρξαν και οι αντιρρήσεις, που αφορούσαν κυρίως την πλοκή της ιστορίας με ερωτικά τρίγωνα και δικαστικό δράμα, που θυμίζουν εύπεπτα σενάρια.

Η ιστορία της Κάια Κλαρκ διαδραματίζεται στους βάλτους της Β. Καρολίνας τη δεκαετία του 1950. Η επτάχρονη Κάια εγκαταλείπεται από όλη της την οικογένεια στο καλύβι τους δίπλα στο βάλτο και καταφέρνει να επιβιώσει σαν αγρίμι θυμίζοντας τον Μόγλη.

Η συγγραφέας θίγει πολλά θέματα, την ενδοοικογενειακή βία, τον αλκοολισμό (που οδήγησαν στη διάλυση της οικογένειας), την εγκατάλειψη, την απόλυτη μοναξιά, την περιθωριοποίηση, την προκατάληψη, το ρατσισμό (ταξικό και φυλετικό), αλλά και την καλοσύνη των ξένων και την ελπίδα που γεννούν η επιμονή και η δύναμη του ανθρώπου για να επιβιώσει. Μια ιστορία ενηλικίωσης επώδυνη, όπως είναι συνήθως αυτή η ιστορία, που αγκαλιάζει πολλά θέματα και είναι φυσικό να αγγίζει και ένα μεγάλο κοινό.

Ο καμβάς της ιστορίας είναι οι μεγάλες βαλτώδεις εκτάσεις δάσους και λιμνοθάλασσας με πλούσια φυσική χλωρίδα και πανίδα. Η ζωή σαπίζει και όζει στο βάλτο, αλλά ο θάνατος γεννάει ζωή. Αυτός ο βάλτος θα γίνει η οικογένεια και η μάνα της Κάια. Γίνεται ένα με τη φύση, παρατηρεί κάθε αλλαγή, βλέπει και αγαπά τα όντα γύρω της. Αλληλοεπιδρά με αυτά και μαθαίνει το παιχνίδι της επιβίωσης, καταλαβαίνει ότι στη φύση δεν υπάρχει “καλό” και “κακό”. Η δύναμη της ζωής βρίσκει πάντα τρόπους να προχωρήσει, να επιβάλει το “δίκιο” της.

Υπάρχει όμως και η ανάγκη της συντροφιάς, της επικοινωνίας. Λίγοι άνθρωποι της στάθηκαν αρωγοί, ο έγχρωμος Σάλτας με τη γυναίκα του Μέιμπελ κι ο νεαρός Τέιτ, που της μαθαίνει γραφή και ανάγνωση. Μαζί του νιώθει και τα πρώτα σκιρτήματα του έρωτα, αλλά και την απογοήτευση της εγκατάλειψης. Η επόμενη προσπάθεια επικοινωνίας με τον περιζήτητο νεαρό Τσέις καταλήγει πάλι σε απογοήτευση και πόνο, που μετατρέπεται σε οργή. Η Κάια γυρίζει στη μοναξιά του αγαπημένου της βάλτου, ώσπου ο Τσέις βρίσκεται νεκρός και η Κάια κατηγορείται για το φόνο του. Από εκεί και πέρα η ιστορία εξελίσσεται σε δικαστικό θρίλερ. Η Κάια απαλλάσσεται από την κατηγορία και η ζωή της μπαίνει στο δρόμο της ευτυχίας δίπλα στον Τέιτ, πάντα κοντά στο βάλτο της και της επιτυχίας, αφού αναγνωρίζεται ως κορυφαία βιολόγος-συγγραφέας.

Η αποδοχή και ο θαυμασμός του κοινωνικού περίγυρου για την «πιτσιρίκα του βάλτου» είναι το τέλος που «χρειάζεται» το μυθιστόρημα, η δικαίωση των καλών και η τιμωρία των κακών.

Στο μυθιστόρημα είναι έντονη η παρουσία κάποιων εννοιών-κλειδιών της αμερικάνικης κουλτούρας: η αγάπη για την άγρια φύση, ο επίμονος αγώνας της επιβίωσης, η δύναμη της ψυχής, η ολιγάρκεια, η αυτοβελτίωση· είναι φυσικό λοιπόν να συγκινούν το αμερικανικό κοινό.

Η ιστορία αναπτύσσεται σε δύο άξονες χρόνου, παρελθόν-παρόν. Στην αρχή ο ρυθμός της αφήγησης είναι αργός, για να μπούμε στον κόσμο της εγκατάλειψης και της παρακμή· αργότερα αποκτά νεύρο και ρυθμό, καθώς βαδίζουμε προς την κορύφωση, το θάνατο του Τσέις. Η πλοκή της ιστορίας ενδιαφέρουσα αν και σε σημεία αναμενόμενη και εύπεπτη(δες πιο πάνω)

Η αφήγηση στρωτή, χωρίς πομπώδεις εκφράσεις, αλλά με επιμονή στις λεπτομέρειες των περιγραφών· εξ αιτίας της επαγγελματικής της ιδιότητας η συγγραφέας δημιουργεί μαγευτικές εικόνες του βάλτου, του δάσους, των φυτών, των πλασμάτων, που συνδυάζει με περιγραφές συναισθημάτων. Ακούς τους ήχους, μυρίζεις τις μυρωδιές, γεύεσαι τα χρώματα και οι αισθήσεις μαγνητίζονται από το μεγαλείο της φύσης, ο νους ταξιδεύει.

Ας κλείσουμε με μια υπέροχη εικόνα αυτή την παρουσίαση. «Εκατοντάδες χιλιάδες λευκόχηνες φτεροκοπούσαν, έκρωζαν, γλιστρούσαν στον αέρα….κάπου μισό εκατομμύριο άσπρες φτερούγες ανοιγόκλειναν ταυτοχρόνως με πόδια ροζ-πορτοκαλιά, μια χιονοστιβάδα που ήρθε να προσγειωθεί κι όλα στη γη επάνω άσπρισαν απ’ άκρο σε άκρο και χάθηκαν… Ο ουρανός άδειασε και το υγρό λιβάδι γέμισε πουπουλένιο χιόνι».

Προσωπικά, δε νομίζω ότι το μυθιστόρημα είναι το αριστούργημα που παρουσίασε η διεθνής κριτική, αλλά αξίζει να το διαβάσετε.

Για τη Λέσχη Ανάγνωσης Σπάρτης
Ιωάννα Σταθοπούλου

Πηγή: lakonikos.gr